- προμυώ
- -έω, ΜΑ [μυῶ]μυώ κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμύησις — ήσεως, ἡ, Α [προμυῶ] η εκ τών προτέρων μύηση («προμύησις τοῡ θανάτου ὁ ὕπνος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
προτελώ — έω, Α [προτελής] 1. πληρώνω ως φόρο 2. πληρώνω, δαπανώ εκ τών προτέρων («ἔδει γὰρ προτελέσαι τι πρὸς τὰς θυσίας», Λουκ.) 3. δανείζω εκ τών προτέρων 4. προμυώ, προπαρασκευάζω κάποιον για ένα μυστήριο («ψυχὴ προκαθαίρεται ὥσπερ ἐν ἱεροῑς… … Dictionary of Greek